κἀπιφορήσεις

κἀπιφορήσεις
ἐπιφορήσεις , ἐπιφορέω
put
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπιφορήσεις , ἐπιφορέω
put
fut ind act 2nd sg
ἐπιφορήσεις , ἐπιφορέω
put
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπιφορήσεις , ἐπιφορέω
put
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”